- εχυρός
- -ά, -ό (Α ἐχυρός, -ά, -όν)(για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το εχυρόνναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου σε ώρα μάχης ο κυβερνήτηςαρχ.1. (για λογικά επιχειρήματα) ισχυρός, αξιόπιστος («λόγος ἐχυρός», Θουκ.)2. μτφ. για πρόσ. ανεπηρέαστος («πρὸς τοὺς καλοὺς ἦν ἐχυρός», Πλούτ.).επίρρ...ἐχυρῶς (Α)(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «ἰσχυρῶς ἤ ἀσφαλῶς».[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. οχυρός. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *segh- «συλλαμβάνω, κρατώ» με παρέκταση -u- (*segh-u-). Την παρεκτεταμένη αυτή μορφή της εμφανίζουν επίσης το αρχ. ινδ. sahuri «ισχυρός» και το αρχ. άνω γερμ. sigu «νίκη». Παράλληλο θ. σιγμόληκτο εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. sahas- «ισχύς, νίκη», το γοτθ. sigis «νίκη» (< IE *seghos «νίκη»). Μη παρεκτεταμένο θ. εμφανίζει και το παρ. αρχ. ελλ. επίρρ. όχ-α «κατά πολύ» (πρβλ. ταχύς > τάχα). Το θ. οχυ- ίσως αποτελεί ετεροιωμένη βαθμίδα τού εχυ-, δεν αποκλείεται όμως να είναι το αρχικό θ., οπότε το εχυ- προήλθε από αναλογία προς το έχω. Από την προθετική φράση «εν εχυρῳ» προήλθε το «σύνθ. εκ συναρπαγής» ενέχυρον.ΠΑΡ.: οχυρότης, οχυρόω (-ώνω)αρχ.εχυρότης, εχυρόω.ΣΥΝΘ.: (Α συνθετικό) αρχ. εχυρόφρων(Β' συνθετικό) ανώχυρος (-ωτος)].
Dictionary of Greek. 2013.